- εξαπλασιάζω
- μετ. увеличивать в шесть раз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξαπλασιάζω — εξαπλασιάζω, εξαπλασίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξαπλασιάζω — (Α ἑξαπλασιάζω) [εξαπλάσιος] πολλαπλασιάζω επί έξι … Dictionary of Greek
εξαπλασιάζω — εξαπλασίασα, εξαπλασιάστηκα, εξαπλασιασμένος, μτβ., πολλαπλασιάζω κάτι επί έξι, το κάνω εξαπλάσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑξαπλασιασθέντα — ἑξαπλασιάζω multiply by six aor part pass neut nom/voc/acc pl ἑξαπλασιάζω multiply by six aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλασιάσομεν — ἑξαπλασιάζω multiply by six aor subj act 1st pl (epic) ἑξαπλασιάζω multiply by six fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλασιασθέντων — ἑξαπλασιάζω multiply by six aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλασιάσαντες — ἑξαπλασιάζω multiply by six aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλασιάσας — ἑξαπλασιά̱σᾱς , ἑξαπλασιάζω multiply by six fut part act fem acc pl (doric) ἑξαπλασιά̱σᾱς , ἑξαπλασιάζω multiply by six fut part act fem gen sg (doric) ἑξαπλασιάσᾱς , ἑξαπλασιάζω multiply by six aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαπλασίαση — η [εξαπλασιάζω] βλ. εξαπλασιασμός … Dictionary of Greek
εξαπλασιασμός — ο και εξαπλασίαση, η [εξαπλασιάζω] πολλαπλασιασμός επί έξι … Dictionary of Greek
εξαπλώ — ἑξαπλῶ, όω (Μ) [εξαπλός] εξαπλασιάζω … Dictionary of Greek